- φρικτός
- -ή, -ό / φρικτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν [φρίσσω]1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός2. ειδεχθής, απαίσιοςμσν.αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον», Μηναί.).επίρρ...φρικτώς / φρικτῶς, ΝΜΑ, και φρικτά και φριχτά Νκατά τρόπο φρικτόμσν.κατά τρόπο καταπληκτικό («καὶ ῥήγνυται φρικτῶς ναοῦ σου τὸ καταπέτασμα», Μηναί.).
Dictionary of Greek. 2013.